épinette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό
- (Καναδάς) (φυτό) η ερυθρελάτη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| épinette | épinettes |
épinette (fr) θηλυκό