Μετάβαση στο περιεχόμενο

épinette

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. épinette < épine
  2. épinette < pin
  3. épinette < (άμεσο δάνειο) ιταλική spinetta < spina (αγκάθι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό