épistémologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
épistémologie épistémologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épistémologie (fr) θηλυκό