épistémologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épistémologique | épistémologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
épistémologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épistémologique | épistémologiques |
épistémologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό