épouseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
< espouseor < épouser
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épouseur (fr) αρσενικό (πληθυντικός: épouseurs)
- (παλιό ή λογοτεχνικό) αυτός που θέλει να παντρευτεί