équilatéral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

équilatéral < équi- + latéral

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό équilatéral équilatéraux
θηλυκό équilatérale équilatérales

équilatéral (fr)