Μετάβαση στο περιεχόμενο

équilibrage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
équilibrage équilibrages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

équilibrage (fr) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]