équilibreur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό équilibreur équilibreurs
θηλυκό équilibreuse équilibreuses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

équilibreur (fr)

  1. που προκαλεί ή διατηρεί την ισορροπία
  2. μηχανισμός ενός αεροπλάνου που διατηρεί την ευθύγραμμη πορεία του σκάφους, χωρίς αυξομείωση του υψόμετρου

Συγγενικά[επεξεργασία]