équilibreur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équilibreur | équilibreurs |
θηλυκό | équilibreuse | équilibreuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
équilibreur (fr)
- που προκαλεί ή διατηρεί την ισορροπία
- μηχανισμός ενός αεροπλάνου που διατηρεί την ευθύγραμμη πορεία του σκάφους, χωρίς αυξομείωση του υψόμετρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη équilibre