équipement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
équipement équipements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

équipement (fr) αρσενικό