équipement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
équipement | équipements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]équipement (fr) αρσενικό
- ο εξοπλισμός, η αρματωσιά, η σκεύη
ενικός | πληθυντικός |
équipement | équipements |
équipement (fr) αρσενικό