équiprobable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
équiprobable équiprobables

Επίθετο[επεξεργασία]

équiprobable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει ίσες πιθανότητες (με κάτι άλλο) να γίνει πραγματικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη probable