équitable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équitable | équitables |
Επίθετο[επεξεργασία]
équitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δίκαιος, αμερόληπτος
- partage équitable - δίκαιη μοιρασιά