équitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
équitation < λατινική equitatio < equitare (πηγαίνω κάπου με το άλογο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ki.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

équitation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]