équivalence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- équivalence < λατινική aequivalentia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ki.va.lɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équivalence | équivalences |
équivalence (fr) θηλυκό