éreintement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éreintement | éreintements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éreintement (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη éreinter
ενικός | πληθυντικός |
éreintement | éreintements |
éreintement (fr) αρσενικό