érosion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
érosion < λατινική erosio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
érosion érosions

érosion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]