érosion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
érosion | érosions |
érosion (fr) θηλυκό
- η διάβρωση, η αποσάθρωση
ενικός | πληθυντικός |
érosion | érosions |
érosion (fr) θηλυκό