érotomane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
érotomane | érotomanes |
Επίθετο[επεξεργασία]
érotomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : erotomane |
ενικός | πληθυντικός |
érotomane | érotomanes |
érotomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό