ésotérique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.zɔ.te.ʁik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ésotérique | ésotériques |
ésotérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ésotérique | ésotériques |
ésotérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό