ésotérique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.zɔ.te.ʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ésotérique ésotériques

ésotérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό