étésien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étésien étésiens

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

étésien (fr)

  1. ετήσιος
    vents étésiens - τα μελτέμια