éteindre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

éteindre (fr)

  1. σβήνω (τη φωτιά)
  2. σβήνω, κλείνω (πχ τα φώτα σε ένα δωμάτιο)
  3. κάνω κάτι να ξεχαστεί τελείως

Συγγενικά

[επεξεργασία]