étendre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- étendre < παλαιά γαλλική estendre < λατινική extendere < extendo
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
étendre (fr)
étendre (fr)