éthologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éthologue | éthologues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éthologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
éthologue | éthologues |
éthologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό