étrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- étrier < αρχαία γαλλική estrief
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étrier | étriers |
étrier (fr) αρσενικό
- ο αναβολέας
- les selles de femme n’avaient qu’un étrier - οι γυναικείες σέλες είχαν μόνο έναν αναβολέα
- mettre, avoir le pied à l’étrier pour monter à cheval - βάζω το πόδι στον αναβολέα για να ανεβώ στο άλογο
- porter les étriers courts, longs - έχω κοντούς, μακριούς αναβολείς
- raccourcir, allonger les étriers d’un point, de deux points - κονταίνω, μακρύνω τους αναβολείς κατά ένα ή δύο σημεία
- tenir l’étrier à quelqu’un lorsqu’il monte à cheval - κρατώ τον αναβολέα κάποιου όταν καβαλικεύει το άλογο
- se lever sur les étriers - στέκομαι πάνω στους αναβολείς
- quitter les étriers - αφήνω τους αναβολείς
- perdre les étriers - χάνω τους αναβολείς
- (κατ’ επέκταση) κάθε παρόμοιος μηχανισμός που στηρίζει το πόδι
- les étriers d’une moto, d’une table d’examen gynécologique, d’un lit d’accouchement - οι αναβολείς μιας μοτοσικλέτας, ενός γυναικολογικού τραπεζιού, ενός μαιευτικού κρεβατιού
- επίδεσμος πληγής του ποδιού
- (etrier) ο αναβολέας (του αφτιού)
- (etrier) σιδερένιο εξάρτημα σε μορφή αναβολέα που χρησιμεύει για να υποστηρίζει μία δοκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir le pied à l’étrier, dans l’étrier - ετοιμάζομαι να φύγω· (μεταφορικά) αρχίζω καλά μια καριέρα, ένα επάγγελμα, ή προχωρώ καλά, βγάζω λεφτά
- bas à étrier - είδος κάλτσας που, στο κάτω μέρος, έχει ένα λουρί που περνάει κάτω από την πατούσα, σαν αναβολέας
- boire le vin de l’étrier
- coup de l’étrier
- courir à franc étrier - καλύπτω μεγάλη απόσταση με μεγάλη ταχύτητα. Άλλοτε εννοούσε ότι κάποιος διέσχιζε έφιππος μεγάλες αποστάσεις
- être ferme sur ses étriers.
- faire perdre les étriers à quelqu’un, - κάνω κάποιον να τα χάσει
- mettre le pied à l’étrier
- le pied de l’étrier - το μπροστινό αριστερό πόδι του αλόγου· λέγεται επίσης le pied du montoir.
- tenir l’étrier à quelqu’un - βοηθώ κάποιον σε κάτι
- vider les étriers - πέφτω από το άλογο