étrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

étrier < αρχαία γαλλική estrief

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.tri.je/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
étrier étriers

étrier (fr) αρσενικό

  1. ο αναβολέας
    les selles de femme n’avaient qu’un étrier - οι γυναικείες σέλες είχαν μόνο έναν αναβολέα
    mettre, avoir le pied à l’étrier pour monter à cheval - βάζω το πόδι στον αναβολέα για να ανεβώ στο άλογο
    porter les étriers courts, longs - έχω κοντούς, μακριούς αναβολείς
    raccourcir, allonger les étriers d’un point, de deux points - κονταίνω, μακρύνω τους αναβολείς κατά ένα ή δύο σημεία
    tenir l’étrier à quelqu’un lorsqu’il monte à cheval - κρατώ τον αναβολέα κάποιου όταν καβαλικεύει το άλογο
    se lever sur les étriers - στέκομαι πάνω στους αναβολείς
    quitter les étriers - αφήνω τους αναβολείς
    perdre les étriers - χάνω τους αναβολείς
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε παρόμοιος μηχανισμός που στηρίζει το πόδι
    les étriers d’une moto, d’une table d’examen gynécologique, d’un lit d’accouchement - οι αναβολείς μιας μοτοσικλέτας, ενός γυναικολογικού τραπεζιού, ενός μαιευτικού κρεβατιού
  3. επίδεσμος πληγής του ποδιού
  4. (etrier) ο αναβολέας (του αφτιού)
  5. (etrier) σιδερένιο εξάρτημα σε μορφή αναβολέα που χρησιμεύει για να υποστηρίζει μία δοκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • avoir le pied à l’étrier, dans l’étrier - ετοιμάζομαι να φύγω· (μεταφορικά) αρχίζω καλά μια καριέρα, ένα επάγγελμα, ή προχωρώ καλά, βγάζω λεφτά
  • bas à étrier - είδος κάλτσας που, στο κάτω μέρος, έχει ένα λουρί που περνάει κάτω από την πατούσα, σαν αναβολέας
  • boire le vin de l’étrier
  • coup de l’étrier
  • courir à franc étrier - καλύπτω μεγάλη απόσταση με μεγάλη ταχύτητα. Άλλοτε εννοούσε ότι κάποιος διέσχιζε έφιππος μεγάλες αποστάσεις
  • être ferme sur ses étriers.
  • faire perdre les étriers à quelqu’un, - κάνω κάποιον να τα χάσει
  • mettre le pied à l’étrier
  • le pied de l’étrier - το μπροστινό αριστερό πόδι του αλόγου· λέγεται επίσης le pied du montoir.
  • tenir l’étrier à quelqu’un - βοηθώ κάποιον σε κάτι
  • vider les étriers - πέφτω από το άλογο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]