étude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.tyd/
 
ομόηχο: études

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
étude études

étude (fr) θηλυκό

  1. η μελέτη, η σπουδή, το διάβασμα
  2. (μουσική, ζωγραφική) η σπουδή
    Des études pour le piano. - Σπουδές για πιάνο.