évaluatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]évaluatrice (fr)
- θηλυκό του évaluateur, η αξιολογήτρια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη évaluer
évaluatrice (fr)