Μετάβαση στο περιεχόμενο

évangélique

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.vɑ̃.ʒe.lik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
évangélique évangéliques

évangélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό