évangile
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
évangile | évangiles |
évangile (fr) αρσενικό
- το ευαγγέλιο
ενικός | πληθυντικός |
évangile | évangiles |
évangile (fr) αρσενικό