évanoui
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évanoui | évanouis |
θηλυκό | évanouie | évanouies |
Επίθετο[επεξεργασία]
évanoui (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évanoui | évanouis |
θηλυκό | évanouie | évanouies |
évanoui (fr)