évanouissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
évanouissement évanouissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

évanouissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]