éventailliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

éventailliste < éventail

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éventailliste éventaillistes

éventailliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη éventer