éventualité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éventualité < éventuel
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vɑ̃.tɥa.li.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éventualité | éventualités |
éventualité (fr) θηλυκό
- η πιθανότητα, το ενδεχόμενο
- η περίσταση