évitable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
évitable | évitables |
Επίθετο
[επεξεργασία]évitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να αποφευχθεί
ενικός | πληθυντικός |
évitable | évitables |
évitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό