Μετάβαση στο περιεχόμενο

évolution

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
évolution évolutions

évolution (fr) θηλυκό

  1. η εξέλιξη, η μετεξέλιξη, η ανέλιξη
  2. το προχώρημα