être en défaut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.tʁ‿ɑ̃.de.fo/
Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]
être en défaut (fr)
- κοντεύω να κάνω λάθος, να χάσω κάτι, να μπερδευτώ
- trouver, prendre, mettre quelqu’un en défaut
- με ανάλογο τρόπο, μπορεί κανείς να πει:
- sa mémoire est souvent en défaut
- son adresse paraissait en défaut
- (κυνήγι) χάνω τα ίχνη ενός θηράματος (μιλώντας για τους σκύλους)
- les chiens sont en défaut, la bête les a mis en défaut
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- (κυνήγι) relever le défaut
- les chiens ont bien relevé le défaut — τα σκυλιά ξαναβρήκαν τα ίχνη