îlot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- îlot < islot < île
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
îlot | îlots |
îlot (fr) αρσενικό (παραδοσιακή ορθογραφία)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- ilot (ορθογραφία του 1990)