últimamente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ultimamente

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

últimamente (es)

  1. τελευταία, πρόσφατα
    últimamente me canso mucho - τώρα τελευταία κουράζομαι πολύ