übernehmen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /yːbɐˈneːmən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : über‐neh‐men
Ρήμα
[επεξεργασία]etwas übernehmen (de)
- αναλαμβάνω
- wir übernehmen die Sache - αναλαμβάνουμε το θέμα