übernehmen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
'etwas 'übernehmen (de)
- αναλαμβάνω
- wir übernehmen die Sache - αναλαμβάνουμε το θέμα