ćwiczenie
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ćwiczenie | ćwiczenia |
γενική | ćwiczenia | ćwiczeń |
δοτική | ćwiczeniu | ćwiczeniom |
αιτιατική | ćwiczenie | ćwiczenia |
οργανική | ćwiczeniem | ćwiczeniami |
τοπική | ćwiczeniu | ćwiczeniach |
κλητική | ćwiczenie | ćwiczenia |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ćwiczenie (pl) ουδέτερο
- η άσκηση