ĉamo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉamo | ĉamoj |
αιτιατική | ĉamon | ĉamojn |
ĉamo (eo)
- ο αίγαγρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉamo | ĉamoj |
αιτιατική | ĉamon | ĉamojn |
ĉamo (eo)