ĉampano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉampano | ĉampanoj |
αιτιατική | ĉampanon | ĉampanojn |
ĉampano (eo)
- η σαμπάνια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉampano | ĉampanoj |
αιτιατική | ĉampanon | ĉampanojn |
ĉampano (eo)