ĉapitro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapitro | ĉapitroj |
αιτιατική | ĉapitron | ĉapitrojn |
ĉapitro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapitro | ĉapitroj |
αιτιατική | ĉapitron | ĉapitrojn |
ĉapitro (eo)