ĉapo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapo | ĉapoj |
αιτιατική | ĉapon | ĉapojn |
ĉapo (eo)
- το κασκέτο