ĉapo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapo | ĉapoj |
αιτιατική | ĉapon | ĉapojn |
ĉapo (eo)
- το κασκέτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapo | ĉapoj |
αιτιατική | ĉapon | ĉapojn |
ĉapo (eo)