ĉarmulino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarmulino | ĉarmulinoj |
αιτιατική | ĉarmulinon | ĉarmulinojn |
ĉarmulino (eo)
- γοητευτική γυναίκα