ĉaro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaro | ĉaroj |
αιτιατική | ĉaron | ĉarojn |
ĉaro (eo)
- το άρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉaro | ĉaroj |
αιτιατική | ĉaron | ĉarojn |
ĉaro (eo)