ĉefaktoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefaktoro | ĉefaktoroj |
αιτιατική | ĉefaktoron | ĉefaktorojn |
ĉefaktoro (eo)
- ο πρωταγωνιστής, ο κύριος ηθοποιός