ĉeko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeko | ĉekoj |
αιτιατική | ĉekon | ĉekojn |
ĉeko (eo)
- η επιταγή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeko | ĉekoj |
αιτιατική | ĉekon | ĉekojn |
ĉeko (eo)