ĉela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉela | ĉelaj |
αιτιατική | ĉelan | ĉelajn |
ĉela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉela | ĉelaj |
αιτιατική | ĉelan | ĉelajn |
ĉela (eo)