ĉeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeno | ĉenoj |
αιτιατική | ĉenon | ĉenojn |
ĉeno (eo)
- η αλυσίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeno | ĉenoj |
αιτιατική | ĉenon | ĉenojn |
ĉeno (eo)