ĉerko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerko | ĉerkoj |
αιτιατική | ĉerkon | ĉerkojn |
ĉerko (eo)
- το φέρετρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerko | ĉerkoj |
αιτιατική | ĉerkon | ĉerkojn |
ĉerko (eo)