Μετάβαση στο περιεχόμενο

ĉesita

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ĉesita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ĉesi