ĉeval-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĉeval- < γαλλική cheval

Ρίζα[επεξεργασία]

ĉeval- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: άλογο

Παράγωγα[επεξεργασία]