ĉevalino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃe.vaˈli.no/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalino | ĉevalinoj |
αιτιατική | ĉevalinon | ĉevalinojn |
ĉevalino (eo)
- η φοράδα